- υπερκοπιάζω
- και υπερκοπιώ, -άω, Νυποβάλλομαι σε υπέρμετρους κόπους, καταπονούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + κοπιάζω / κοπιώ. Ο τ. ὑπερκοπιάζω μαρτυρείται από το 1887 στον Αλ. Μεταξά, ενώ ο τ. υπερκοπιώ, στον λόγιο τ. τής μτχ. ὑπερκοπιῶσα, από το 1887 στην εφημερίδα Καθημερινή].
Dictionary of Greek. 2013.